Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2007

Κράτησε τη ζωή...

Κράτησε τη ζωή. Έτη μακριά μου. Κράτησε... Μεθώντας με του ανέμου τα φυσήματα τη λογική που τρέχει καλπάζοντας πάνω στα φύλλα Μαγιάτικου μεσημεριού που ξενιτεύονται Οκτώβρη. Μήνας βροχών. Και τα πελάγη φέρετρα με τη φαρέτρα των Νηρηίδων τους γεμάτη σταυρωμένα κύματα να σταλάζουν στα ραγισμένα λόγια μάτια αφρούς. Πού να 'ναι, ε; Πού; Σε σύννεφο ποιο; Ανοίγω αυλαία σε νύχτα σπαρμένη αστρολούλουδα που ακόμη δε ξεμύτισαν απ' του ουρανού το χώμα. Πρόσωπα που αχνοφέγγουν φεύγοντας, με την ομίχλη τους να καλύπτει το άγνωστο στα μάτια μου ποτάμι. Μέρα που σε λίγο τελειώνει με δαγκωμένα αγκαλιάσματα και ξεχειλισμένα λόγια που στολίζονται μικροί θεοί εμφυτεύοντας την εξουσία ενός στη μήτρα μου θανάτου σε γαλάζιες στιγμές οργασμού. Κράτησε τη ζωή του. Ταξιδεύοντας. Γαζί - γαζί στα κεντημένα σχέδια μιας αυλαίας. Κι έμεινα να περιμένω μιαν αποστολή πρωινού δίπλα στην ανέγγιχτη κούπα καφέ. Χωρίς του τόπου την ένδειξη. Πόνου μονάχα. Για ν' αχνίζουν τα όνειρα ξεθυμασμένα και να συμπυκνώνονται σε μόνο μια στο παγωμένο μέτωπό μου χαρακιά. Βαθιά τιμή ρυτίδα που στη φθήνια μέσα του Σαββάτου μεθαύριο, θα ξεπουλιέται ως είδος μονόδρομο πολυτελείας. Σε παζάρια μονόμετρα. Με την ένταση της σιωπής το διάνυσμά της να χαμηλώνει, όλο να χαμηλώνει κυρτώνοντας... ως μια ρίζα περασμένη στον ομφαλό. Ελιά και κόμμα. Έστρωσε τη ζωή μου, ελιά και σώμα. Κράτησα τη ζωή μου. Χώμα

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2007

Ανάγκαθο...

Ανάγκαθο... αν τούτη υπήρχε η λέξη, πόσο θα γλύκαινε τον κόσμο... Όμως, το μάγμα που λάβα σέρνεται πετρώνοντας ότι στο διάβα του βρεθεί... αυτό φοβάμαι ντυμένη ακόμη στη μεσημεριάτικα, πια, ξεχασμένη μου πάχνη. Πτυχώνονται τα λόγια μας μπλεγμένα ένα κουβάρι κι ο κίνδυνος της έκρηξης χαμογελά στην τρέλα των ρηγμάτων. Άσε με να αναδυθώ απ' τον αφρό συναισθημάτων που να ονοματίσω δεν μπορώ ούτε και θέλω, νοιώθοντας νότες ποτάμια μπλε κάτω απ' τις φτέρνες μου να ρέουν, κατεύθυνση ανατολική, κι ύστερα σε μια εξάτμιση μαζί τους να με παίρνουν. Και δεν είναι πίκρα, μήτε και θλίψη το ρέμα τούτο πάνω αριστερά, παρά μια σύνθεση ουρανού που στις μύτες χορεύει των δοξαριών, ρεύμα μιας ασυγχώρητης φλέβας μνήμης γλυκόπικρα με νοσταλγία ανακατεμένο. Κοιτώ τα δάκτυλά μου συννεφένια, στιγμές που σαν και τούτες μονάχη ξεφυλλίζω ουρανό χωρίς ένα ίχνος μηχανορραφίας, μήτε και στίχο ματαιογραφίας... Και η σιωπή της Κυριακής ντυμένη την μπλε της μουσική όλο και δυναμώνει αγάπη, μπερδεύοντας περισσότερο την ταυτότητα του αφρού για τον οποίον λίγο πριν σου μιλούσα. Ίσως και να 'χεις δίκιο, ίσως η εικόνα απ' τα φίδια του ποταμού και της φωτιάς να 'ναι που σφίγγει το λαιμό μου, αποφυλακίζοντας πνιγμένα αρώματα, αλλοιώνοντας τη αυθεντικότητα περασμένου χρόνου. Διώχνω το βλέμμα στον καρπό και βλέπω στ' αστραφτερά τους χάντρες τους θεατές να περιμένουν το δράμα αποφάσεων που δεν παίχθηκαν, μια δικαίωση αντίτιμου εισιτηρίου στην ταύτιση ενός ρόλου που όλως τυχαίως μου ανατέθηκε. Κι όμως, δε με συνάντησες ποτέ. Μονάχα κάποτε, ίσως, ψιθύρισες ξένο ένα όνομα που τώρα μεταλλαγμένο, ναι, όλως τυχαίως, κάπως σε μένα μοιάζει. Να κόψω τουλάχιστον μου επιτρέπεις... μέρα που είναι... ένα κομμάτι ουρανού, τριάντα πέταλα λεπτά μιας μνήμης, συνθλιμμένο στα δάκτυλά μου μύρο σταλάζοντας, μες στα ριζά το θάνατο να νοιώσω σε μια ψευδαίσθηση για λίγο πατημένο καθώς μες στη ζωή ψηλά θ' ανεβαίνω; Κι όπως θα πτυχώνονται τα όνειρα, με λύματα σωρούς, στικτές στιγμές σε άλφα να στρογγυλεύουν καθώς από ένα κείμενο, αργά... με μια σιωπή κομματιασμένη... σε άλλο ξανά θα μπαίνω...

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2007

Πικρός ο κόσμος από ανέκανθεν

Πίκρος ο κόσμος από ανέκαθεν απόβλητος των ονείρων μας απόγνωση για ένα χάδι απελπισία εκείνου που απέναντι δεν σπάζει μέσα του το θώρακα να γεμίσει ο χρόνος λυγμούς από συγχώρεση... Βουβοί πάνε οι άνθρωποι με πατημένα λόγια αγάπης μέσα τους για τους πιο κοντινούς τους... εκεί επεμβαίνουν κάτι νοσοκομειακά φωσφωρίζοντα γεμάτα από ευκίνητους καπνοδοχοκαθαριστές που παίρνουνε τη στάχτη από τα μάτια γι ν' ανέβουν δάκρυα... Εκεί αν θυμάμαι σε συνάντησα ανάμεσα σε ασυρματοφόρα βουλιαγμένα στα παράσιτα μισομαθημένη κιόλας σαν σαράφισσα της οδού Αθηνάς ν' ανταλλάσεις χρυσό παρελθόντος με χαρτονόμισμα μέλλοντος, έξω τα σκαλίσματα του χρυσοχόου, καθαρό μέταλλο... λάμποντας τη διαδρομή του από ψήγματα στο νερό του ποταμού κι ύστερα της φωτιάς το παίδεμα όσο να γίνει φίδι γυρω από τα δάχτυλα... Φαντάζομαι κάποτε πως το να κόβεις διαφορετικά της σιωπής τα λόγια φτάνει για να φέρει αποθέσεις βουβές από προσωπικά αμίλητα σ' ένα παρουσιάστε αρμ γύρω από λίγες λέξεις που συντονίζονται με σπλάχνα διαπερασμένα από ξυράφια χρόνου καλοακονισμένα... Υπάρχουν θέσεις κενές σε αρχαία δράματα υπάρχουν ρόλοι που ζητάνε σώμα να ξαναπαιχτούν υπάρχουμε και στη σκυφτή ζωή μας ακούς κάτι αντηχήσεις σαν από κεραυνούς μακρινούς που φωτίζουν μια στιγμή πελώριες μάσκες περιωνύμων φονικών και δεν το λέμε από ντροπή αυτό που ενσαρκώνουμε... μονάχα κάτι ταπεινό από λογάκια γαρμπιλάκι κάτω από τη φτέρνα μας κάτι υπολείμματα φτερών χρυσών και κάτι ψήγματα πηλού που αρχίζει να σκληραίνει μες στη φούχτα μας... γιατί έξω απ' την απελπισμένη εξαγρίωση που μας φέρνει φορές χνώτο με χνώτο για δάγκωμα ξεσπλάχνισμα και τρίξιμο οστού κάτω απ' τα δόντια ο χρόνος εξημέρωσε κραυγές που αλλιώς τις λέμε λέξεις λίγο να πουν λίγο να κρύψουν λέγοντας τις ιστορίες που η σιωπή μας από ανέκαθεν κατέχει...

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2007

Είναι που όταν...

Είναι που όταν με βλέπω στο χαρτί, μονάχα ψέματα θυμάμαι. Τι να του πω, χαμόγελο του σχίνου... πως μου λείπει; Γυρνά ο Οκτώβρης τις μέρες του αργά τόσο που να μουλιάζουν γέρνοντας στο γερασμένο δάκρυ του κορμού του. Τι να του πω που είμαι μακριά και λόγια μου δε φτάνουν βαθιά ως την αλήθεια. Με το αηδόνι έτη ουρανούς φευγάτο πώς την κρυμμένη μελωδία που τα χείλη μου παιδεύει μπορώ να τραγουδήσω. Κι όλο γυρίζω πίσω. Όλο... με είδωλο χαμένα αλλοιωμένο... γυρίζω... Μα σα με βλέπω στο χαρτί, φυλλώματα δεν έχω. Ούτε ριζά θαμμένα. Μόνο απουσίες χρόνια σχολασμένες. Με μια αποζημίωση φτωχή, στάλες βροχής κλεμμένης τα καστανά κλαδιά μου να υγραίνει. Τι να σου πω... τι να σου πω κι εσένανε που λείπεις. Μόνο στων λόγων τις πτυχώσεις μπαίνω βαθιά, στη ζεστασιά να ονειρευτώ καθώς αυτές τις ώρες μες στην ψυχή τους εφιάλτες χειμωνιάζω. Με τις εκρήξεις να γελούν στο βάθος - βάθος των ρηγμάτων. Τι κι αν... αύριο ξημερώνει...

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2007

Έτσι μου μίλησε...

Έτσι μου μίλησε: άνοιξε τα λόγια σου και τρέχα γάργαρο νερό μέσα από πετρώματα που πτυχώνονται σε περασμένου θέρους περηφάνια. Με άγνοια... με άγνοια πληρώνεται η γερασμένη γνώση. Έτσι... για να θυμηθώ πόσο τρυφερά κοιτά το άγαλμα της Παναγιάς μέσα από φλογισμένες μνήμες στου Άγιου Μάρκου την εκκλησιά. Με το αμυδρό χαμόγελο της μάνας που λαχταρά κομμένος μας ο λώρος καθώς οι σάρκες μας δονούνται στίχο το στίχο, βλέμμα ουράνιων σφαλμάτων. Ανάγιοι... ανάγιοι εκπορνευόμαστε τα σύννεφα με τριάντα ματαιότητες αντάλλαγμα. Και ναι, όμορφα τόσο πέφτουν οι ψιχάλες τους στη δίψα των ψυχών μας... κάθε φορά καινούρια πεθυμιά στου φθινοπώρου τον αέρα. Και σαν και σένα την έχω σχεδιάσει τη σκηνή. Με τους χειμώνες να συστέλλουν φιλιά δοξαστικά πάνω σε λόφους γυμνωμένους τόσο ορατά στο αμυδρό το φεγγαρόφως. Μέχρι να γίνουν πέτρα. Εκεί όπου παιδιά αναζητούν τα βόλια που απ' την απέναντι στεριά λαθραία παρεμβαίνουν στ' αθώα τους παιχνίδια. Ανάγιοι... ανάγιοι πορευόμαστε προς ιαχές ενήλικων θριάμβων. Με γνώση για τα σφάλματα της άγουρής μας άγνοιας. Έτσι μου είπε... κι ήταν μια νύχτα νιογέννητου Οκτώβρη με το αλκοόλ να τρέχει στις σκοτεινές μου φλέβες. Για να στο μιλήσω τώρα έτσι παραμορφωμένο... Άνοιξε τα λόγια σου και τρέχα όσο μακρύτερα μπορείς. Γυμνός του ονόματος της τελεσίδικης παρηγόριας. Κι ακόμη πιο βαθιά μέσα στους λόφους που περπάτησες μ' ένα σακίδιο πατρός να κρέμεται βαρύ απ' τα αλμυρά σου βλέφαρα. Κι είτε ψηλά ή χαμηλά κοιτάξεις, το ταβερνάκι των ευωδιαστών θαυμάτων θα σκοτεινιάζει από λαχτάρα στην πόρτα του να ρίξεις μια δέσμη του φωτός μ' ένα φακό απ' την ψυχή σου καμωμένο. Με φυλακτάρια τα βλέμματα απ' τις κόρες που με τα χέρια τους κλεισμένη αγκαλιά προσεύχονται να σταματήσει ο ήχος της βροχής που πατημένα σκεπάζει λόγια. Τα βήματα ν' αφουγκραστούν που αργούν τόσο να έρθουν. Όλο κι αργούν... όλο... αιώνια παραδομένα στα στέφανα του λάθους... αιώνια αργούν...

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2007

Το σκηνικό είναι πάντα Κολωνός

Το σκηνικό είναι πάντα Κολωνός όπως και πάντα η απάντηση είναι ο λόγος του άλλου αντεστραμμένος... έτσι πηγαίνουμε τυφλοί από Ιοκάστη σ' Αντιγόνη... και κάπου ανάμεσα Καλυψοί και Κίρκες και Ναυσικές... τυφλοί μονάχα μ' ενα ποίημα λόγια κελαηδίσματα αηδονιών... εκεί στο λόφο των παιδικών μου χρόνων... Κολωνός το ταβερνάκι κι η μυρουδιά της μαρίδας δοξασμένη... μ' ενα φακό να αιφνιδιάζω κάτι φιλιά όλο καλοκαίρι... και να έχω άγνοια πως είναι ο τόπος που ο άντρας θα γυρέψει τον τάφο του... ίσως και να 'ναι μια δικαιοσύνη όλα αυτά... ίσως πατέρας να σημαίνει αυτό... αργά να φτάνεις προς τις κόρες σου γυρεύοντας το χέρι να σε πάει στο θάνατο... την έχω κιόλας σχεδιάσει τη σκηνή... την έχω αποφασίσει αγαπώντας τη φθορά μου... μα πάντα ο άντρας θα ' ναι αδέξιος... γιατί πατέρας είναι η προσωπίδα... όπου κόρες άναλαφρες γυρεύουν ν' αποθέσουν κάτι λόγια επίμονα... κομμένα λες από την τελευταία τους ανάσα και πανάρχαια... πάντα ως πατέρας σου ν' αργώ και πάντα να με περιμένουν λόγια... και να 'ναι αυτό μια τελευταία διάβαση... μια επίκληση καλύτερα μια γυρισμένης πλάτης για να γίνει φως... και να πηγαίνω αδέξιος κάτω από ένα βλέμμα πατημένα λόγια... ίσως γιατί και το μερίδιο του πόνου που στον καθένα αναλογεί μας θέλει όλους τελεσίδικα απαρηγόρητους... έξω από το όνομά του μάλλον είμαστε ορφανοί εκ πατρός... και το άγαλμα που κατεβάζει κάθε νύχτα ένα μπάρκο αόρατο είναι το σώμα ενός θεού νεκρού καμματιασμένο... μην ξέροντας αν για τη θλίψη είναι ή για τη χαρά έξω από την επιθυμία της γυναίκας εικόνα του πατέρα τα νερά ποτέ τους δεν στερέωσαν...

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2007

Τα μολυσμένα μου φεγγάρια...

Τα μολυσμένα μου φεγγάρια που σε οθόνες αναρτώνται, μαζί δεν τα 'δαμε. Άργησες. Και να οδηγείς δε γνώριζες ώστε να πέσει μια στιγμή άστρο ευχής ή αστραπή σ' ένα παρμπρίζ, όρθια χορεύοντας να με κρατήσεις εσύ χτυπώντας παλαμάκια. Μα οι δρόμοι μας, δες, μπλέχθηκαν με την κληρονομιά της ώχρας μνήμης, κουβάρι κόμποι στο λαιμό, σα σε θυμάμαι έτσι αργά μα και θολά, εξώπορτα ν' ανοίγεις σ' έναν αέρα που άλλοτε σφυρίζει κι άλλοτε πώς γελά τ' αυτιά μου με τ' αλαφρά του βήματα θλιμμένα κάτω απ' τα δικά σου. Και να 'μαι τώρα εδώ, με μια μου νύχτα απέναντι στα άγνωστα τα μάτια το γνώριμό σου βλέμμα να θυμάμαι, γαλάζιο να ίπταται της γης με το ρυθμό του μπουζουκιού κι έναν Ζαμπέτα δίπλα να σου χαμογελάει. Ύστερα παύση, τριών λεπτών σιωπή. Γιατί στο ραντεβού σου άργησες να πας κι όλο σ' αλάφραιναν τα λόγια για το πατριωτάκι που 'μελλε να πουλά τυπώματα ψυχής, γνώσης τριών θανάτων για έναν βίο. Κι όλα τ' απώθησα στο πίσω μέρος του μυαλού και δε θυμάμαι απόψε άλλο τίποτα, έτσι να λέω θέλω, εικόνες σκόρπιες και λόγια παραγγελιές κοφτές. Άργησες. Πολύ. Λάβες απάτητες, πατέρα. Που πέτρωσαν τα παιδικά παιχνίδια και τα τραγούδια μέσα στην καρδιά. Κι έχω δυο μάτια άγνωστα που πρίγκιπες των κρίνων να δουν πώς περιμένουν... Μα 'γω τιτλοφορούμαι πόνος δοκιμασμένος χαράσσοντας λευκό γυαλί ψυχής με τη λεπίδα κρυμμένη στη σπασμένη μου φτερούγα. Αργά και σταθερά. Κι ότι φωνή μου κάθιδρη ξυπνά απ' όνειρο νυχτερινό, αργά και σταθερά απόψε θα χαράσσω... Κι ας μην παλεύεται, πατέρα...

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2007

Σκίζοντας μιαν οθόνη περισπάσεων

Σκίζοντας μιαν οθόνη περισπάσεων κι ένα φεγγάρι μολυσμένο μ' εφτασε ο χορός όπως σα βαθιά νύχτα που πλαντάζεις κι οδηγάς βλέπεις απέναντι καταμεσίς του δρόμου εκείνη να χορεύει κι αυτός να την κρατάει όρθια με παλαμάκια... και κάπου ξέρεις κιόλας πως θα διασταυρωθούν οι δρόμοι σας... προσπαθώ κατόπιν με γλώσσα αρματωμένη να περιγράψω τι είναι ο αναλφάβητος και ποιός δεν είναι αναλφάβητος όταν απέναντι το πράγμα έχει κορώσει σαν γαλάζιο από οξυά που καίγεται και γιορτάζει ένας αέρας λέξεων που συνέχει ενάς ρυθμός συνοδός ως το ακρογιάλι του ύπνου... Γιατί και το φαρμάκι με άλμα είθισται να το περνάς όπως ο κέλητας ο από χαλκό ανάλαφρος στο αρχαιολογικό μουσείο... η απέναντι γυναίκα όποια γυναίκα απέναντι είναι ένα είδος χορηγός... γαίες αναδυόμενες οι λέξεις απ' το μέρος της κάτι μουσικής νησιά όπου καπνίζουν λάβες απάτητες... ω τι καλό να μπορείς πάλι να γίνεσαι πρωτοετής στα γιασεμιά... ω τι καλό η πείρα να σου γίνεται πάλι πρωινό μυστήριο... να μείνω άναυδος για μια στιγμή να δω τα λόγια πλαταγίζοντας σαν μια σημαία εθνικής γιορτής στα χρωματά της να διαβάσω τις μικρές αλήθειες σου... κάτι παιχνίδια των δεκατριών που δεν απόσωσες εξορισμένη με τη βία της ορμόνης εκεί όπου πρίγκιπες των κρίνων σε καλούσαν γι εγωισμούς και πόνους αδοκίμαστους... κάτι έκτυπα πατέρα με ακόμα μέσα τους κάτι από διακινδύνευση μη πετρωμένη μπρος στην παρουσία σου... κάθε κορμί είναι μύνημα ενός ανεύρετου παράδεισου κορίτσι... κάθε φωνή μια μακρινή δικιά μας μάννα... κι ότι είναι να σε πάει αλλού αργά και σταθερά σε πάει και δεν παλεύεται...

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2007

Με το "ξανάρθα"...

Με το "ξανάρθα" μου λύθηκε η μαγιάτικη κορδέλα από το καρπό αναγιγνώσκοντας ξανά τη μαθητεία σε όρους παρελθόντος. Και στ' αυτιά μου αντήχησε φωνή μιας ψυχούλας σταλμένης από ένα ολοδικό μου σέλας. "Κάποιο θα γίνει θαύμα, σώπασε μικρό μου..." Και σώπασα. Και η σιωπή μου γινόταν ένας τεράστιος φωτεινός δίσκος κάτω απ' τον ήλιο. Έβαζα το δάκτυλό μου στο κέντρο και αυτός γυρνούσε, όλο γυρνούσε γρατσουνώντας το δέρμα μου. Και στα χείλη μου ένα τραγούδι σχηματιζόταν που να το προφέρω δεν έπρεπε... το θαύμα μη χαλάσω. Το ζωγράφιζα, όμως, με μελάνη αόρατη, περνώντας σαράντα στροφές το γδαρμένο δάκτυλο με λεμόνι. Πονούσα, δε λέω… σαράντα φορές πονούσα. Μα σα βρισκόμουν άλλα απομεσήμερα μονάχη, με το δάκτυλο στο δίσκο κάτω από τον ήλιο, εμφανιζόταν η ζωγραφισμένη μου λαλιά. Ο κόσμος όλος λες πως ήταν ένα τεράστιο θαυμαστό κουτί χωρίς το φόβο τη μαγεία μιας χημείας πως θα χαλάσω. Ο κόσμος όλος φορούσε καστανόχωμα μα τραγουδούσε
Δεν έχει μάζα το φιλί κι όμως βαραίνει μας πολύ
Και το παιδί που καρτερεί απέναντί μου να σταθεί
Έχει το βλέμμα του σταχυού στην ώχρα του μεσημεριού
Και το κελάηδισμα πουλιού λησμονημένου μου Μαγιού...
Βάρος μον' έχει η χαραυγή σαν έρθει εκείνος να με βρει
Κι όχι μια μάζα το φιλί κι, αχ, ας τρανεύει μας πολύ
Ύστερα ύψωνα το βλέμμα στον ουρανό προσπαθώντας να χωρέσει όλο και περισσότερη γαλάζια ομορφιά μέχρι που το σούρουπο μ' έβρισκε με μάτια καμένα. Στη γη μου. Που καμιά μαγεία δεν επιδεχόταν. Κάποιες φορές έκανα να φωνάξω βοήθεια μα άχνα δεν έβγαινε. Το θαύμα μη χαλάσω. Άχνα... Τ' ακούς;

Με το λίγο που χαμηλώνει

Με το λίγο που χαμηλώνει το καθ' ημέραν τέρας νάτην η πανάρχαιη που μας συνέχει ευγένεια... μια γυναίκα χορεύει τα λόγια της κι ανοίγουν οι ουρανοί όπως του προφήτη Ηλία τα μεσάνυχτα κι αποκοιμιέσαι με τη βεβαιότητα πως του χρόνου θα μείνεις πιο αργά και θα το δεις το θαύμα... όμως θα πρέπει να σε είδα... από κάτι σημάδια μικρά... λευκά καλτσάκια λερωμένα στην πατούσα από πηλό... ένα λευκό γιακαδάκι σιδερωμένο στην άκρη μιας καρέκλας... και μια ποδιά γαλάζιο από θάλασσα... να ξέρεις την όσμωση και την καύση και την αντίδραση τη παρουσία καταλύτη... το ατομικό βάρος του οξυγόνου και του θειικού οξέως... το ατομικό βάρος του φιλιού ποιό... και το ατομικό βάρος του παιδιού που κοιτάς απέναντι ποιό... θα ξαναγυρίζω στην ώχρα σου όπως στον άσπρο τοίχο που ένας πολύ πλήρης για να είναι εραστής αλλά εφεκτικός στην ομορφιά των λόγων θα γράψει νύκτωρ πως είσαι καλή... πως έχεις κάτι από όσες εδέησε να γνωρίσω των γυναικών ανάσες... που τακτοποιούν τον κόσμο των παιδιών ώστε όλα σε κάποιο επίπεδο να γίνονται εφικτά... Γιατί ο άντρας στη γυναίκα απέναντι βρίσκεται πάντοτε σε αναμονή μαιευτηρίου δαγκάνωντας το νύχι και την ανημπόρια του να βγάλει από τα σπλάχνα του ζωή... μόνο γεννώντας λόγια και πηγαίνοντας...

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2007

Λες και βαδίζω...

Λες και βαδίζω μ' ένα κρυμένο παραμύθι σε τσέπη τρύπια. Με την ψευδαίσθηση της πληρότητας κι ένα χαμόγελο που ανατριχιάζει την ψυχή που πατά στη γη. "Σάρκα έχει και πονάει", μου 'λεγες... Λες κι επιστρέφω από οκτάωρο κλεισούρας εργοστασίου μ' ένα τραγούδι πρωινό ακόμη στα χείλη χαραγμένο, να μη λέει από την κούραση να πετάξει. Και να μη θυμάμαι αν πέταξε ποτέ ούτε κι αν έβρεξε. Ίσως γιατί δεν είδα. Ούτε και άκουσα… Μόνο τις λάσπες ένοιωσα στα πόδια μου, μείγμα δακρίου κι ανάσας ζεστής προσώπου αγαπημένου, μόνο τις λάσπες ένοιωθα κι αργούσα να σηκώσω τα πόδια μου απ' το χώμα που πονούσα. Σε γάλα γαλανό εξατμιζόμουν ώρες ατέλειωτες έτσι σχεδόν βαδίζοντας, έχοντας το πρόσωπο της μάνας μια ομίχλη με το μάγουλο σκυμμένο πάνω στις λέξεις που εξείχαν από τις στεγνωμένες γάμπες μου. Ύστερα πόνος, λες κι ήμουν εγώ η γη, εγώ και το χώμα, καθώς τα χέρια της το πρώτο μου δέρμα ξεκολλούσαν, ύστερα πόνος μα το αύριο θα αργήσει να ξημερώσει και ποιος θα τον θυμάται... Για να 'μαι τώρα ένα δοξάρι κόκαλο μέσα σε χέρια γυμνά που γυρεύουν χορδές στις ομορφιές μιας μνήμης. Με τα λόγια χορούς στο κελάηδισμα του αηδονιού σ' ένα χρόνο ακίνητο εδώ και χρόνια. Στο όνομα ποιου Πατρός θυσιάσαμε τις νότες μας και κολλάμε απόψε νοσταλγία... Μπορώ να δω μέχρι και το λευκό πουκάμισο κατάσαρκα της νύχτας σου που έξω έρχεται. Ίσως γιατί εδώ που βρίσκομαι είναι η νύχτα πάντα μεγάλη. Με την αυγή να μπαίνει ακροπατώντας και στα κλεφτά να φεύγει αφού ένα παραμύθι σταλάζει αργά... τόσο αργά το χρόνο από την τσέπη

Αν μου επιτρέπεται

Αν μου επιτρέπεται να κλαίω όπως παλιά που ερχότανε η μάννα μου και με ρωτούσε και δεν ήξερα να πω πως είναι από την ομορφιά του κόσμου... ένα κάτι που δεν έχει όνομα λες και ως τους μακρότατους αστερισμούς υπάρχει μια διάταξη που σε περιλαμβάνει ως και στον ύπνο των παιδιών σου στο διπλανό δωμάτιο... ίσως και να ναι όπως το λες το χέρι ενός αρμάου απόκοσμου που καρφώνει σε ξύλο κάτι προκάκια μουσικές μια νοσταλγία στα σπλάχνα μας... η ίσως ένα φανελλάκι ιδρώτας που στέγνωσε πάνω μας με το δειλινό κι ανεβάζει μια νύστα καμμένο βλέφαρο... και γαληνεύουν μέσα σου τα πράγματα κι αυτό που ζήτησες είναι βήματα λόγων ενός χορού που πάει και σε πάει ως βαθιά στον ύπνο σου... είναι όπως λένε να πηγαίνεις τη χαρά ως το σημείο που έχει δάνειο από το θάνατο... και να πατάς τη γη σιγανά σιγανά και ταπεινά γιατί είναι σάρκα και πονάει... στην πίσω μεριά της μνήμης γίνεται χορός... ποιός είναι απόψε ο τυχερός... κι έρχονται λάμψεις σαν διαμάντια δάκρυα από κάτι ξαδέρφια μακρινά σε μέρα αρραβώνων... λευκά πουκάμισα και κάτι λάμψεις του χρυσού στα δάχτυλα... και φευγεις για τον ύπνο και η τελευταία σου εικόνα είναι πόδια που χορεύουνε και γράφουν λέξεις δυσανάγνωστες... αύριο πάλι θα συναντηθούμε...

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2007

Θεέ μου...

Θεέ μου, για μια κουρτίνα έγειρε ο αγέρας στο παράθυρό μου… κι εγώ για μια λατέρνα. Όμορφο μεσημέρι γυρόφερνε με δυο μικρά παιδιά. Το 'να βαστούσε ντέφι και τ' άλλο κινούσε μανιβέλα. Αρμάο, σταμπαδόρε δώς μου καρφιά... κι άλλα καρφιά! Στην ώχρα τη χλωρή να τα φυτέψω. Επάνω στο τραγούδι που φτερουγίζει αγγέλους μες στο στήθος μου, χαμένες παρουσίες, 'δω πάνω στο τραγούδι που ασφύρικτο πεθαίνει δίπλα στο σώμα της παιδικής αυγής. Ώχρα, στο λέω, το πρώτο χρώμα. Δες, τρέχει κάτω από λιόκλαδα, όμορφα μεσημέρια και φτιάχνει τάφους αδειανούς ξαπλώνοντας στα στάχυα. Παυσίλυπα δε θέλω, άλλα να μην τυπώσεις, ροζιάζουν μες τα νύχια μου που κουβαλούν κρυφά το χώμα πρώτων μου ερώτων. Είναι και που φοβάμαι μαζί μου να τα πάρω, μην στους αιθέρες τα ξεχάσω. Μη γίνουν άνεμος κι αυτά κι η μουσική σπορπίσει… και γράμματα αδέξια πληγώσουνε της νύχτας μου τη στέγη. Χρόνος ακίνητος. Σσστ… κεντράρισμα στο πεύκο… Όμορφο δειλινό αν και στο περισκόπιο φλογίζει μεσημέρι

Να μοιάζει ο χώρος της συνάντησης

Να μοιάζει ο χώρος της συνάντησης ένα παυσίλιπο με φιλαρμονική όπου κυρίες τη συνοδεία λοχαγών με επίσημη στολή διατρέχουν έναν κόσμο που για μια στιγμή να ξαποστένει στη φορά του προς την παρακμή... ωραίες βόλτες κυριακής με συνοδεία πνευστών... αβροφροσύνες και χειροφιλήματα από καρτ ποστάλ της μεσευρώπης... με μαρμάρινους αγγέλους στο βάθος κρατώντας στεφάνια από χρυσό... και αετώματα σε κτίρια... σύμβολα μακρινά πως η βία στων ανθρώπων τα έργα υποβόσκει... όμως πες μου σαρώνοντας ωσάν το περισκόπιο ποιές μες στη μνήμη σου οι πρώτες εικόνες... κάτι από χρώματα του τόπου κάτι από φως μεσημεριού... ένα κορίτσι πού υπάρχοντας με τις προοπτικές του ακόμη στο συστάδην... ποιά η στιγμή που έρχεται ένα εγώ για να χαράξεις σε μιαν άμμο αόρατη γραμμές ορίων... τι είναι ένα κορίτσι και πως να υπάρχει πίσω από όσα δύνανται τα μάτια μας... πες εκείνο των παιδικών μας χρόνων που έμεινε για πάντα απορία... αν και απέναντι μας ονειρεύονταν... ένα αγόρι με κοντά παντελονάκια που κλωτσάει επίμονα μια μπάλλα σε μια αλάνα μόνο του τι είδους ιερογλυφικό γράφει σ' ένα κορίτσι που σ' ενα παράθυρο ονειρεύεται και πίσω μια κουρτίνα να φυσάει...

Στεφάνια μου 'στειλε...

Στεφάνια μου' στειλε τα στολισμένα λόγια στην καρδιά. Κι εκείνο το αγκάθι δεν ντράπηκα βαθύτερα να κρύψω. Να ξέρω. Να προσέχω. Σα θα 'μαι εδώ και άξαφνα έρθει ο φόβος. Ελπίδα μου… η ελπίδα μου στην πλάτη με στενεύει και τα φτερά συστέλλονται με τις αιχμές να μπήγονται στο χώμα. Ριζώνω, λες. Κι άλλο δεν έχω χρόνο. Μόνο τον κήπο να φροντίζω, μονάχα αυτόν. Μόνο τον κήπο να ποτίζω με μάτια ονειροστρόγγυλα που στάζουνε βροχούλες Απριλιάτικες σα βγάζουνε τις μάσκες. Άλλο δεν έχω χρόνο. Τεντώνομαι στο αύριο, μα μην το πεις, πόσο μικρή ξανά γεννιέμαι κι αχ! μην το δει, λευκό χαρτί αφήνομαι τον άνεμο σ' ένα χορό να σύρει. Πάμε… ποιος είπε πως τα λόγια μας πεθαίνουνε στα λόγια. Στα πόδια κόβονται σαν τη σιωπή που την καρδιά μας τεμαχίζει γεμίζοντάς την απορίες. Αναπηρίες. Κόκκινα μήλα, πάμε... Στεφάνια στην καρδιά κι ένα αγκάθι να σεργιανάει Χειμώνες σε πυρωμένη μοναξιά. Μαύρες στα μάτια μας σκιές τα πλήκτρα να παιδεύουν. Μου φάνηκε πως έγινε απτός, απόψε έτσι φαντάστηκα… κι όμως δε θα 'ναι έτσι... και τ' όνειρό μου ξύπνησε

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2007

Τη φαντάστηκα τόσο

Τη φαντάστηκα τόσο που έγινε απτή... και όσο μεγάλωνα σε χρόνο τόσο μίκραινε να τη βλέπω μ' ενα μολύβι δαγκωμένο σ'ενα θρανίο να κοιτάει αλλού... να βλέπει μόνη ένα ξέφωτο όπου αγρίμια πριν τη φωνή τους πλησιάζονταν δόντια με δόντια και κραυγή άναρθρη... το πρώτο πράγμα στη συνάντηση ήταν ο φόβος... μια πρόσκληση του ζώου για πάλη και για θάνατο... Κι αυτό να μένει τώρα κάπου βαθιά σαν ασφάλιστρο... γιατί ο λόγος το μπορεί ν' ανοίξει ένα χρόνο νεογέννητο... όπου τα πράγματα να κατανεύουν και να 'ναι σαν μικρή παράδεισο... παναπεί κήπος... από πλήκτρα και τα λόγια εύθετα για να ζητήσεις για να μάθεις πως είναι ο ίδιος κόσμος κάτω από δυό βλέμματα... πως ξοδεύονται διπλά οι λέξεις διψώντας ομορφιά... πως τα τοπία της ψυχής εξημερώνονται και όχι μόνο... ένα γενικευμένο κάλεσμα εξημέρωσης προς λέξεων ανταλλαγή δοκιμασμένο κιόλας και γεμάτο υπόσχεση... πάμε κορίτσι... ο κόσμος ένας εμείς δυό κι ανάμεσα ο διάλογος... πες μου τον ήλιο από τα μάτια σου και το σκοτάδι... δείξε μου το αόρατο του τειρεσία... Είπα ήξερα κάτι και τώρα έχω μόνο ερωτηματικά... πως είναι η φορά του κόσμου κάτω από τα μάτια σου... Σε φαντάζομαι τόσο που να γίνεσαι αποκάλυψη... παίξε με στον κόσμο σου όπως στο κρυφτό και στο κυνηγητό και στα μήλα... Ένα κορίτσι μπαίνει κι αν είμαι τόσο δα αληθινός θα ξανακόψω αλλιώς απ' τη σιωπή τα λόγια...

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2007

Τον κοιτούσα.

Τον κοιτούσα. Μέσα απ' του γιαλιού το οινόπνευμα. Κι όλο στρογγύλευε σε πάμπολλες ελαφρότητες. Λιγοστό το άγγιγμα, μονάχα μέχρι τα ρουθούνια, πριν μου γεμίσει τα πνευμόνια. Κι άλλο οξυγόνο ν' ανασάνω δεν είχα. Μόνο ελαφρότητες, προτού να γίνω μια τεράστια φυσαλίδα. Πάνω απ' τα μάτια μου πετούσα. Που τον κοιτούσαν. Μ' ένα σπάγκο δεμένο στο μικρό δακτυλάκι που δεν το ένοιωθα καν. Και ξαφνικά μ' έναν αέρα θαρρώ πως έσπασα. Πάνω απ' τα μάτια μου. Πια δεν τον κοιτούσαν.

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2007

MεταναΓνωστικόν...

Πες, πες γεμίζει το φεγγάρι με μουσική που σαν τα λόγια μας μπορεί ν' αφρίζει; Πέτρες του γυαλιού και τζαμαρίσματα φονιάδες με τις λεπτές λεπίδες της μαεστρίας του ανέμου... Ακούω νεκρούς φυλακισμένους να δραπετεύουν θροΐζοντας ανυπαρξία, ίδιοι του φθινοπώρου φύλλα, προς το λευκό χαρτί μιας αντικαταβολής ουρανού. Ναι, κάποτε θα επιστρέψουνε σ' αυτό χωρίς τα έξοδα καθρεπτάκια της διαθλώμενης αλμύρας, ψυχραιμία αναγέννησης θέλει και μάρτυρες - αυτιά καλά. Πες, πες διψάει το φεγγάρι στην άμμο του νερό όταν κανείς - κανείς τα άστρα δε φυτεύει με χέρια αδούλευτα στη νύχτα, όταν κανείς - κανείς δεν τα ποτίζει τη γεύση των ματιών, όταν το χώμα των φιλιών πλανάται μύρο απ' τον ιδρώτα; Μέρες γιαλού σταλάζουνε Παρασκευής αυγή καθώς προφέρουνε τη στρογγυλάδα των χειλιών στο μητρικό το στήθος - ω, άσπρο περιθώριο αντανάκλασης της γένεσης του ήλιου... Πες, πες γνώρισες τόση θλίψη που να τη σύρεις μουσική από μαλλιά φωτιές με χέρια ως το μεδούλι γυμνωμένα; Πες, πες γνώρισες τόση ευτυχία που - πες, πες! - να θες να την πετάξεις με γκελ επτά ν' ανοίξουνε τα δέρματα και η ψυχή τόσες φορές με αίμα να μεθύσει... Πες. Εγώ δεν… φυλάω... μιαν έξοδο θανάτου
(10 Αυγούστου, 6:57μμ) Έγραψε η vel...

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2007

Έψαχνε την τρυφερότητα

Έψαχνε την τρυφερότητα πίσω απ την οθόνη. Κι άλλο δεν έβλεπε από την παράσταση που το μυαλό του είχε σκηνοθετήσει, ποιος ξέρει σε ποιο χρόνο. Και στην παράσταση πρόφερε με τόση ευκολία τη λέξη "φίλος" που κοκκίνιζαν τα πλήκτρα από ντροπή, πώς στο καλό αυτά την έγραφαν σε τούτη τη δικτατορία, να επαναστατήσουν ήθελαν μονάχα. Ανέβαζε ψυχές στα πλήκτρα και μπλαβισμένες απ τα χαστούκια των δακτύλων χρωμάτιζαν το ποιημα που δεν έλεγε να αναδυθεί από το εγώ δηλητήριο. Και πίσω η άνοιξη, ο χειμώνας μπροστά, μια ακινησία τόσο μεγάλη που τα μέλη σταμάτησαν να κινούνται και να χειροκροτούν. Οι προβολείς αναμμένοι και το μακιγιάζ μετανάστευε κυνηγημένο απο τον ιδρώτα σε άλλη θέση, μπλε σκιά σύρθηκε κάτω από τα μάτια και το κραγιόν μια τεθλασμένη γραμμή που δεν έλεγε να λιώσει έστω για έναν κύκλο τον παγετό της ασπράδας παρά μόνο την ίριδα βελόνιαζε με ονόματα που ποτέ η κόρη δε θα έβλεπε. Αυξήθηκαν κι οι θεατές, κλωνοποιήθηκαν τα μέλη, η παράσταση τούτη είναι τέλεια, άξιζε τα λεφτά της, μόνο που η τελεία δεν τυπωνόταν πάνω στην αυλαία και έγειραν να κοιμηθούν εξουθενωμένοι. Μια στάλα ύπνος έπεσε στα λόγια που εκείνος πρόφερε κι αυτά μετανάστευαν από το ένα πόδι στο άλλο κι από το άλλο στο τρίτο και να και στο τέταρτο χέρι, στο πέμπτο μάτι, μπερδεύτηκαν και τ αυτιά και πού να δώσουν το σήμα στον εγκέφαλο, ακινησία νοήματος, ακινησία διαλόγου, μόνο η τελεία είπε να κινηθεί και έπεσε με ορμή πάνω στην αυλαία σε μια απόπειρα να δραπετεύσει. "Επιτέλους" θα αναφωνούσαν τα μέλη. Μα οι θεατές βυθισμένοι στον ύπνο αυτόν, δεν είδαν ποτέ αυτό που τόσο πρόσμεναν και τα encore τους ποτέ δεν ακούστηκαν. Γιατί τα πράγματα τα νεκροζώντανα κρύβουν και μια τελεία που μόνο οι ζωντανοί είναι ικανοί να δουν. Και στων νεκρών τα χέρια μεταμορφώνεται σε φράσεις που δε λένε να ολοκληρωθούν μα ανακυκλώνονται φτιάχνοντας τη δική τους παράσταση περιμένοντας την οθόνη να ανάψει.

Δημοσιεύθηκε: Fri Mar 03, 2006 2:41 pm Έγραψε η vel...

Απ' τα πολλά χαστούκια

Απ' τα πολλά χαστούκια που της είχαν δώσει τό 'μαθε κι αυτή και κάθε φορά που σηκωνόταν ένα χέρι χαστουκιζόταν μόνη της. Γιατί στο σκοτεινό της κόσμο που καλλιεργούσε φως όντας πλάσμα της νύχτας δεν εγνώριζε αποχρώσεις. Έτσι μιλώντας σ' εκείνον που άλλο δεν ήθελε από φίλος της κι ένα βραδάκι ίσως με δυό πιάνα αυτοσχεδιασμών, έρχονταν τα φάντάσματα στατιστικής, τόσα που αποδείχτηκαν τσογλάνια και δεν έβλεπε, εκείνο που παιζότανε μπροστά της δεν το έβλεπε... Και για παράδειγμα αγνοούσε πως είναι πάντα μιά ευγένεια στο εμείς κάθε εγώ που ορθώνεται στο ποίημα. Κι άλλα πολλά κι ωστόσο ένιωθε αυτό το υφαντό αράχνης που την τράβαγε να συνεχίσει πίσω από το πληκτρολόγιο μια μουσική που πιο πολύ σαν και το πρόσωπό της στον καθρέφτη της έφερνε ευφροσύνη και αποστροφή. Και φορά τη φορά όλο και θα μικραίνει ο φόβος της. Γιατί τα πράγματα τα ζωντανά είναι μια στάλα άγγιγμα κι ένα μέγιστο ευκινησίας. Και δεν υπάρχουνε αφεντικά όσο ανεβαίνουν οι ψυχές στα πλήκτρα. Παίξε λοιπόν έστω κι αναίσθητη και για καιρό στην τρυφερότητα. Όλα είναι εδώ αυταπόδεικτα. Άσε να λάμψει στη στιγμή το αιώνιο. Εκεί και κάπου ανάμεσα είναι ένα πράγμα τρυφερό που θα το κλάψεις κάποτε από αγάπη.

Δημοσιεύθηκε: Thu Mar 02, 2006 3:13 pm Έγραψε ο Γ. Μίχος

Λιώνανε τα σπλάχνα

Λιώνανε τα σπλάχνα κι καρδιά ένα τύμπανο. Kι εσύ αστείος, ελαφρύς ακόμη και στο βαρύ... Αγκυρυβολολημένο το στόμα στο δηλητήριο, ανοίγει, κλείνει ίσα να μπαινοβγαίνουν πεθαμένες λέξεις που στήνουν γιορτή κολυμπώντας μέσα του, στοιχειώνοντας ακόμη και το τετράγωνο αυτών που στον κύκλο σου δε θέλησαν να πεθάνουν. Κι αυτό το κορίτσι γιατί να καταλάβει; Εσύ κραυγάζεις "Εγώ", με τη δεμένη γλώσσα, μην τύχει και στάξει μια σταγόνα στο μονοπάτι της, μην τύχει και νοιώσει πάλι τούτο το πικρό υγρό τι είναι και το μονοπάτι της αφανιστεί πριν ακόμη έρθει. Δεν πέρασαν παρά λεπτά που φτιάχουν μέρες και η ντροπή σου έφηβη, κρύβεται πίσω από γυαλινα μάγουλα ψάχνοντας το κορίτσι που δεν παίζει μήπως και το πείσεις να παίξει, εσύ με τη δεμένη γλώσσα και τα δάκτυλα που ψάχνουν καταγωγή και το στόμα ακόμη μπουκωμένο στο δηλητήριο. Κοίτα τη σκάλα, μπορεί να έρθει, μπορεί κι όχι, μπορεί να είναι η ίδια, τι σημασία έχει τόσο επιδέξιος που έγινες να διαβάζεις μόνο τα δάκτυλα σε αυτήν τη σιωπή που τη βαφτίζεις λόγο και χρυσάφι. Γιατί υπάρχουν κι αυτοί που ακούν πριν την ώρα τους. Κι εσύ τι μπορείς να καταλάβεις ακόμη κι αν σπάσει η σιωπή με γράμματα που ρέουν, στο άλφα, στο βήτα, στο δέλτα δηλητήριο. "Κορίτσι γράφε, κορίτσι παίξε, εγώ αποφασίζω, εγώ κρατάω το όνομά σου, εγώ θα το γράψω, εγώ θα το δώσω. Φίλοι αγγελιοφόροι περιμένουν τη σειρά τους να παίξουν, εγώ φτιάχνω τους κανόνες, εγώ μόνο υπάρχω, Εγώ, ΕΓΩ. Παίξε, λοιπόν, κορίτσι." Και το κορίτσι γράφει "Ελευθερία ο θάνατος." Σπάει την οθόνη, ύστερα, ενώ χιλιάδες χρατσ μουρμουρίζουν με έκπληξη τ άγραφα χαρτιά που αδίκως τσαλακώνονται. Γιατί πρέπει να υπάρξουν θύματα σε τούτη τη μάχη. Κι επιζώντες, τα πλήκτρα. Να γράφουν, χωρίς να μπορεί να διαβάσει κανένας αν αυτή δεν αποφασίσει. "Ναι, ελευθερία τούτος ο θάνατος"

Δημοσιεύθηκε: Thu Mar 02, 2006 1:11 pm Έγραψε η vel...

Αναδιατάσσωντας δυο εκατοντάδες λόγια

Αναδιατάσσωντας δυο εκατοντάδες λόγια τη φορά μαυλίζουμε το άφατο. Παίξε παίξε κορίτσι. Δοκίμαζε αρμονικές κι άσε αυτό που θέλησε η τύχη να τα πει πιο αληθινά. Τα δάχτυλα που γράφουν έχουνε μια καταγωγή από ψαύση στήθους μητρικού. Θυμούνται σώματα ανυπέρβλητα ανοίγουν δρόμους εκεί όπου τα στεγνωμένα ανθρωπάκια φυλάνε κάτι ψίχουλα έμπνευσης και μ' αυτά θέλουν να πολιτευτούν στο όλον. Πως ανεβοκατέβαινες τη σκάλα δώδεκα χρονώ; Ψελίζοντας ονόματα που αγνοούσες των μελλοντικών σου εραστών. Έτσι ξοδεύοντας το δώρο που σου έδοσε ο Θεός. Με φοβισμένη στην αρχή κι ύστερα σαν μια μουσική που γίνεται ατσάλι πυρωμένο στο νερό κι όλο σκληραίνει. Παίξε με τον αέρα δώστου οστά μια στερεά υπόσταση. Φτιάξε ένα πρωινό από συνάντηση μικρή μου φίλη. Σπάσε το δίχτυ εκείνων με τις βάρβαρες ψυχές σ' ένα διάλογο που ανάμεσα το ποίημα. Υπάρχουν τόσα γύρω μας ώστε δυό άνθρωποι ποτέ να μην συναντηθούν. Τόσοι ανθρώποι τόσα λόγια που παν ν' ακινητήσουν φυσικά φαινόμενα. Σύρε έξω της νυχτιάς τα σπλάχνα σε μια καλημέρα...

Δημοσιεύθηκε: Thu Mar 02, 2006 2:26 am Έγραψε o Γ. Μίχος

Χαρμόσυνα στα λέω

Χαρμόσυνα στα λέω. Αν ήμουν, αν ήμουν εδώ στο γυαλί που μπήγεται στις φλέβες σου, δες. Τα σύννεφα πυκνώσαν από τα όρνεα στο χθεσινό πεδίο μάχης. Οι σάρκες τους βομβαρδίζουν το αίμα μου που κυλά σχηματίζοντας τον κύκλο μιας ζωής που φαντάστηκαν να σαπίζει. Και ο Χειμώνας μπροστά, πίσω η Άνοιξη κηδεύει ακρωτηριασμένα τριαντάφυλλα και σκάγια. Γιατί οι άνθρωποι δεν είναι τρυφερό χόρτο να το φυσά ο αέρας, μα βάτα που καίγονται στην κόλαση. Και τα σκυλιά γίνονται λύκοι και στα μάτια τους σπιθίζει ακόμη και το αίμα. Για να λάμπει το πράγμα πιο καλά. Κουρασμένα λόγια από οργή. Κουρασμένα λόγια από μείνε, όχι εγώ φεύγω. Κουρασμένα λόγια από δε θέλω, δε θα ρθω, δε θα μείνω. Γκρίζαρε ο καπνός λευκά σεντόνια απειλώντας τη σάρκα με αποστροφή και γύμνια. Να ο κήπος, στον χαρίζω, με το παρελθόν σου ετοιμόγεννο από καινούρια όρνεα κι ένα πηγάδι να πίνει το μέλλον σου λόγια. Γι αυτό σου λέω, να κλαις κάθε που τσακίζεις τη νύχτα, να κλαις και να σηκώνεσαι. Όρθιος άνθρωπος να μυρίζεις τις σάρκες που πέφτουν στις σάρκες που κατοικούν στο "πρόκειται" να βγουν, μάννα εξ ουρανού, μέχρι να μπουκώσει το μυαλό από εικόνες που πλάθει, μέχρι να σπάσει ο φθόνος και η κακία σου αντάμα με το γυαλί που σε χωρίζει από τον Παράδεισο. Ίσως μετά ξαναγαπήσεις τον άνθρωπο αποστρέφοντας το βλέμμα από αγγελάκια της εικονικής σου πραγματικότητας. Όλα εδώ τελειώνουν πριν καν έρθουν μεσημέρια και οι σκιές υποκλιθούν σε ένα "αργά". Ψάξε το νωρίς και φύγε χαμογελώντας.

Δηµοσιεύθηκε: Thu Mar 02, 2006 1:35 am Έγραψε η vel...

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2007


Πάμε...