Έτσι μου μίλησε: άνοιξε τα λόγια σου και τρέχα γάργαρο νερό μέσα από πετρώματα που πτυχώνονται σε περασμένου θέρους περηφάνια. Με άγνοια... με άγνοια πληρώνεται η γερασμένη γνώση. Έτσι... για να θυμηθώ πόσο τρυφερά κοιτά το άγαλμα της Παναγιάς μέσα από φλογισμένες μνήμες στου Άγιου Μάρκου την εκκλησιά. Με το αμυδρό χαμόγελο της μάνας που λαχταρά κομμένος μας ο λώρος καθώς οι σάρκες μας δονούνται στίχο το στίχο, βλέμμα ουράνιων σφαλμάτων. Ανάγιοι... ανάγιοι εκπορνευόμαστε τα σύννεφα με τριάντα ματαιότητες αντάλλαγμα. Και ναι, όμορφα τόσο πέφτουν οι ψιχάλες τους στη δίψα των ψυχών μας... κάθε φορά καινούρια πεθυμιά στου φθινοπώρου τον αέρα. Και σαν και σένα την έχω σχεδιάσει τη σκηνή. Με τους χειμώνες να συστέλλουν φιλιά δοξαστικά πάνω σε λόφους γυμνωμένους τόσο ορατά στο αμυδρό το φεγγαρόφως. Μέχρι να γίνουν πέτρα. Εκεί όπου παιδιά αναζητούν τα βόλια που απ' την απέναντι στεριά λαθραία παρεμβαίνουν στ' αθώα τους παιχνίδια. Ανάγιοι... ανάγιοι πορευόμαστε προς ιαχές ενήλικων θριάμβων. Με γνώση για τα σφάλματα της άγουρής μας άγνοιας. Έτσι μου είπε... κι ήταν μια νύχτα νιογέννητου Οκτώβρη με το αλκοόλ να τρέχει στις σκοτεινές μου φλέβες. Για να στο μιλήσω τώρα έτσι παραμορφωμένο... Άνοιξε τα λόγια σου και τρέχα όσο μακρύτερα μπορείς. Γυμνός του ονόματος της τελεσίδικης παρηγόριας. Κι ακόμη πιο βαθιά μέσα στους λόφους που περπάτησες μ' ένα σακίδιο πατρός να κρέμεται βαρύ απ' τα αλμυρά σου βλέφαρα. Κι είτε ψηλά ή χαμηλά κοιτάξεις, το ταβερνάκι των ευωδιαστών θαυμάτων θα σκοτεινιάζει από λαχτάρα στην πόρτα του να ρίξεις μια δέσμη του φωτός μ' ένα φακό απ' την ψυχή σου καμωμένο. Με φυλακτάρια τα βλέμματα απ' τις κόρες που με τα χέρια τους κλεισμένη αγκαλιά προσεύχονται να σταματήσει ο ήχος της βροχής που πατημένα σκεπάζει λόγια. Τα βήματα ν' αφουγκραστούν που αργούν τόσο να έρθουν. Όλο κι αργούν... όλο... αιώνια παραδομένα στα στέφανα του λάθους... αιώνια αργούν...