Κράτησε τη ζωή. Έτη μακριά μου. Κράτησε... Μεθώντας με του ανέμου τα φυσήματα τη λογική που τρέχει καλπάζοντας πάνω στα φύλλα Μαγιάτικου μεσημεριού που ξενιτεύονται Οκτώβρη. Μήνας βροχών. Και τα πελάγη φέρετρα με τη φαρέτρα των Νηρηίδων τους γεμάτη σταυρωμένα κύματα να σταλάζουν στα ραγισμένα λόγια μάτια αφρούς. Πού να 'ναι, ε; Πού; Σε σύννεφο ποιο; Ανοίγω αυλαία σε νύχτα σπαρμένη αστρολούλουδα που ακόμη δε ξεμύτισαν απ' του ουρανού το χώμα. Πρόσωπα που αχνοφέγγουν φεύγοντας, με την ομίχλη τους να καλύπτει το άγνωστο στα μάτια μου ποτάμι. Μέρα που σε λίγο τελειώνει με δαγκωμένα αγκαλιάσματα και ξεχειλισμένα λόγια που στολίζονται μικροί θεοί εμφυτεύοντας την εξουσία ενός στη μήτρα μου θανάτου σε γαλάζιες στιγμές οργασμού. Κράτησε τη ζωή του. Ταξιδεύοντας. Γαζί - γαζί στα κεντημένα σχέδια μιας αυλαίας. Κι έμεινα να περιμένω μιαν αποστολή πρωινού δίπλα στην ανέγγιχτη κούπα καφέ. Χωρίς του τόπου την ένδειξη. Πόνου μονάχα. Για ν' αχνίζουν τα όνειρα ξεθυμασμένα και να συμπυκνώνονται σε μόνο μια στο παγωμένο μέτωπό μου χαρακιά. Βαθιά τιμή ρυτίδα που στη φθήνια μέσα του Σαββάτου μεθαύριο, θα ξεπουλιέται ως είδος μονόδρομο πολυτελείας. Σε παζάρια μονόμετρα. Με την ένταση της σιωπής το διάνυσμά της να χαμηλώνει, όλο να χαμηλώνει κυρτώνοντας... ως μια ρίζα περασμένη στον ομφαλό. Ελιά και κόμμα. Έστρωσε τη ζωή μου, ελιά και σώμα. Κράτησα τη ζωή μου. Χώμα