Πίκρος ο κόσμος από ανέκαθεν απόβλητος των ονείρων μας απόγνωση για ένα χάδι απελπισία εκείνου που απέναντι δεν σπάζει μέσα του το θώρακα να γεμίσει ο χρόνος λυγμούς από συγχώρεση... Βουβοί πάνε οι άνθρωποι με πατημένα λόγια αγάπης μέσα τους για τους πιο κοντινούς τους... εκεί επεμβαίνουν κάτι νοσοκομειακά φωσφωρίζοντα γεμάτα από ευκίνητους καπνοδοχοκαθαριστές που παίρνουνε τη στάχτη από τα μάτια γι ν' ανέβουν δάκρυα... Εκεί αν θυμάμαι σε συνάντησα ανάμεσα σε ασυρματοφόρα βουλιαγμένα στα παράσιτα μισομαθημένη κιόλας σαν σαράφισσα της οδού Αθηνάς ν' ανταλλάσεις χρυσό παρελθόντος με χαρτονόμισμα μέλλοντος, έξω τα σκαλίσματα του χρυσοχόου, καθαρό μέταλλο... λάμποντας τη διαδρομή του από ψήγματα στο νερό του ποταμού κι ύστερα της φωτιάς το παίδεμα όσο να γίνει φίδι γυρω από τα δάχτυλα... Φαντάζομαι κάποτε πως το να κόβεις διαφορετικά της σιωπής τα λόγια φτάνει για να φέρει αποθέσεις βουβές από προσωπικά αμίλητα σ' ένα παρουσιάστε αρμ γύρω από λίγες λέξεις που συντονίζονται με σπλάχνα διαπερασμένα από ξυράφια χρόνου καλοακονισμένα... Υπάρχουν θέσεις κενές σε αρχαία δράματα υπάρχουν ρόλοι που ζητάνε σώμα να ξαναπαιχτούν υπάρχουμε και στη σκυφτή ζωή μας ακούς κάτι αντηχήσεις σαν από κεραυνούς μακρινούς που φωτίζουν μια στιγμή πελώριες μάσκες περιωνύμων φονικών και δεν το λέμε από ντροπή αυτό που ενσαρκώνουμε... μονάχα κάτι ταπεινό από λογάκια γαρμπιλάκι κάτω από τη φτέρνα μας κάτι υπολείμματα φτερών χρυσών και κάτι ψήγματα πηλού που αρχίζει να σκληραίνει μες στη φούχτα μας... γιατί έξω απ' την απελπισμένη εξαγρίωση που μας φέρνει φορές χνώτο με χνώτο για δάγκωμα ξεσπλάχνισμα και τρίξιμο οστού κάτω απ' τα δόντια ο χρόνος εξημέρωσε κραυγές που αλλιώς τις λέμε λέξεις λίγο να πουν λίγο να κρύψουν λέγοντας τις ιστορίες που η σιωπή μας από ανέκαθεν κατέχει...