Με το "ξανάρθα" μου λύθηκε η μαγιάτικη κορδέλα από το καρπό αναγιγνώσκοντας ξανά τη μαθητεία σε όρους παρελθόντος. Και στ' αυτιά μου αντήχησε φωνή μιας ψυχούλας σταλμένης από ένα ολοδικό μου σέλας. "Κάποιο θα γίνει θαύμα, σώπασε μικρό μου..." Και σώπασα. Και η σιωπή μου γινόταν ένας τεράστιος φωτεινός δίσκος κάτω απ' τον ήλιο. Έβαζα το δάκτυλό μου στο κέντρο και αυτός γυρνούσε, όλο γυρνούσε γρατσουνώντας το δέρμα μου. Και στα χείλη μου ένα τραγούδι σχηματιζόταν που να το προφέρω δεν έπρεπε... το θαύμα μη χαλάσω. Το ζωγράφιζα, όμως, με μελάνη αόρατη, περνώντας σαράντα στροφές το γδαρμένο δάκτυλο με λεμόνι. Πονούσα, δε λέω… σαράντα φορές πονούσα. Μα σα βρισκόμουν άλλα απομεσήμερα μονάχη, με το δάκτυλο στο δίσκο κάτω από τον ήλιο, εμφανιζόταν η ζωγραφισμένη μου λαλιά. Ο κόσμος όλος λες πως ήταν ένα τεράστιο θαυμαστό κουτί χωρίς το φόβο τη μαγεία μιας χημείας πως θα χαλάσω. Ο κόσμος όλος φορούσε καστανόχωμα μα τραγουδούσε
Δεν έχει μάζα το φιλί κι όμως βαραίνει μας πολύ
Και το παιδί που καρτερεί απέναντί μου να σταθεί
Έχει το βλέμμα του σταχυού στην ώχρα του μεσημεριού
Και το κελάηδισμα πουλιού λησμονημένου μου Μαγιού...
Βάρος μον' έχει η χαραυγή σαν έρθει εκείνος να με βρει
Κι όχι μια μάζα το φιλί κι, αχ, ας τρανεύει μας πολύ
Και το παιδί που καρτερεί απέναντί μου να σταθεί
Έχει το βλέμμα του σταχυού στην ώχρα του μεσημεριού
Και το κελάηδισμα πουλιού λησμονημένου μου Μαγιού...
Βάρος μον' έχει η χαραυγή σαν έρθει εκείνος να με βρει
Κι όχι μια μάζα το φιλί κι, αχ, ας τρανεύει μας πολύ
Ύστερα ύψωνα το βλέμμα στον ουρανό προσπαθώντας να χωρέσει όλο και περισσότερη γαλάζια ομορφιά μέχρι που το σούρουπο μ' έβρισκε με μάτια καμένα. Στη γη μου. Που καμιά μαγεία δεν επιδεχόταν. Κάποιες φορές έκανα να φωνάξω βοήθεια μα άχνα δεν έβγαινε. Το θαύμα μη χαλάσω. Άχνα... Τ' ακούς;