Θεέ μου, για μια κουρτίνα έγειρε ο αγέρας στο παράθυρό μου… κι εγώ για μια λατέρνα. Όμορφο μεσημέρι γυρόφερνε με δυο μικρά παιδιά. Το 'να βαστούσε ντέφι και τ' άλλο κινούσε μανιβέλα. Αρμάο, σταμπαδόρε δώς μου καρφιά... κι άλλα καρφιά! Στην ώχρα τη χλωρή να τα φυτέψω. Επάνω στο τραγούδι που φτερουγίζει αγγέλους μες στο στήθος μου, χαμένες παρουσίες, 'δω πάνω στο τραγούδι που ασφύρικτο πεθαίνει δίπλα στο σώμα της παιδικής αυγής. Ώχρα, στο λέω, το πρώτο χρώμα. Δες, τρέχει κάτω από λιόκλαδα, όμορφα μεσημέρια και φτιάχνει τάφους αδειανούς ξαπλώνοντας στα στάχυα. Παυσίλυπα δε θέλω, άλλα να μην τυπώσεις, ροζιάζουν μες τα νύχια μου που κουβαλούν κρυφά το χώμα πρώτων μου ερώτων. Είναι και που φοβάμαι μαζί μου να τα πάρω, μην στους αιθέρες τα ξεχάσω. Μη γίνουν άνεμος κι αυτά κι η μουσική σπορπίσει… και γράμματα αδέξια πληγώσουνε της νύχτας μου τη στέγη. Χρόνος ακίνητος. Σσστ… κεντράρισμα στο πεύκο… Όμορφο δειλινό αν και στο περισκόπιο φλογίζει μεσημέρι