Σκίζοντας μιαν οθόνη περισπάσεων κι ένα φεγγάρι μολυσμένο μ' εφτασε ο χορός όπως σα βαθιά νύχτα που πλαντάζεις κι οδηγάς βλέπεις απέναντι καταμεσίς του δρόμου εκείνη να χορεύει κι αυτός να την κρατάει όρθια με παλαμάκια... και κάπου ξέρεις κιόλας πως θα διασταυρωθούν οι δρόμοι σας... προσπαθώ κατόπιν με γλώσσα αρματωμένη να περιγράψω τι είναι ο αναλφάβητος και ποιός δεν είναι αναλφάβητος όταν απέναντι το πράγμα έχει κορώσει σαν γαλάζιο από οξυά που καίγεται και γιορτάζει ένας αέρας λέξεων που συνέχει ενάς ρυθμός συνοδός ως το ακρογιάλι του ύπνου... Γιατί και το φαρμάκι με άλμα είθισται να το περνάς όπως ο κέλητας ο από χαλκό ανάλαφρος στο αρχαιολογικό μουσείο... η απέναντι γυναίκα όποια γυναίκα απέναντι είναι ένα είδος χορηγός... γαίες αναδυόμενες οι λέξεις απ' το μέρος της κάτι μουσικής νησιά όπου καπνίζουν λάβες απάτητες... ω τι καλό να μπορείς πάλι να γίνεσαι πρωτοετής στα γιασεμιά... ω τι καλό η πείρα να σου γίνεται πάλι πρωινό μυστήριο... να μείνω άναυδος για μια στιγμή να δω τα λόγια πλαταγίζοντας σαν μια σημαία εθνικής γιορτής στα χρωματά της να διαβάσω τις μικρές αλήθειες σου... κάτι παιχνίδια των δεκατριών που δεν απόσωσες εξορισμένη με τη βία της ορμόνης εκεί όπου πρίγκιπες των κρίνων σε καλούσαν γι εγωισμούς και πόνους αδοκίμαστους... κάτι έκτυπα πατέρα με ακόμα μέσα τους κάτι από διακινδύνευση μη πετρωμένη μπρος στην παρουσία σου... κάθε κορμί είναι μύνημα ενός ανεύρετου παράδεισου κορίτσι... κάθε φωνή μια μακρινή δικιά μας μάννα... κι ότι είναι να σε πάει αλλού αργά και σταθερά σε πάει και δεν παλεύεται...