Πες, πες γεμίζει το φεγγάρι με μουσική που σαν τα λόγια μας μπορεί ν' αφρίζει; Πέτρες του γυαλιού και τζαμαρίσματα φονιάδες με τις λεπτές λεπίδες της μαεστρίας του ανέμου... Ακούω νεκρούς φυλακισμένους να δραπετεύουν θροΐζοντας ανυπαρξία, ίδιοι του φθινοπώρου φύλλα, προς το λευκό χαρτί μιας αντικαταβολής ουρανού. Ναι, κάποτε θα επιστρέψουνε σ' αυτό χωρίς τα έξοδα καθρεπτάκια της διαθλώμενης αλμύρας, ψυχραιμία αναγέννησης θέλει και μάρτυρες - αυτιά καλά. Πες, πες διψάει το φεγγάρι στην άμμο του νερό όταν κανείς - κανείς τα άστρα δε φυτεύει με χέρια αδούλευτα στη νύχτα, όταν κανείς - κανείς δεν τα ποτίζει τη γεύση των ματιών, όταν το χώμα των φιλιών πλανάται μύρο απ' τον ιδρώτα; Μέρες γιαλού σταλάζουνε Παρασκευής αυγή καθώς προφέρουνε τη στρογγυλάδα των χειλιών στο μητρικό το στήθος - ω, άσπρο περιθώριο αντανάκλασης της γένεσης του ήλιου... Πες, πες γνώρισες τόση θλίψη που να τη σύρεις μουσική από μαλλιά φωτιές με χέρια ως το μεδούλι γυμνωμένα; Πες, πες γνώρισες τόση ευτυχία που - πες, πες! - να θες να την πετάξεις με γκελ επτά ν' ανοίξουνε τα δέρματα και η ψυχή τόσες φορές με αίμα να μεθύσει... Πες. Εγώ δεν… φυλάω... μιαν έξοδο θανάτου
(10 Αυγούστου, 6:57μμ) Έγραψε η vel...