Με το λίγο που χαμηλώνει το καθ' ημέραν τέρας νάτην η πανάρχαιη που μας συνέχει ευγένεια... μια γυναίκα χορεύει τα λόγια της κι ανοίγουν οι ουρανοί όπως του προφήτη Ηλία τα μεσάνυχτα κι αποκοιμιέσαι με τη βεβαιότητα πως του χρόνου θα μείνεις πιο αργά και θα το δεις το θαύμα... όμως θα πρέπει να σε είδα... από κάτι σημάδια μικρά... λευκά καλτσάκια λερωμένα στην πατούσα από πηλό... ένα λευκό γιακαδάκι σιδερωμένο στην άκρη μιας καρέκλας... και μια ποδιά γαλάζιο από θάλασσα... να ξέρεις την όσμωση και την καύση και την αντίδραση τη παρουσία καταλύτη... το ατομικό βάρος του οξυγόνου και του θειικού οξέως... το ατομικό βάρος του φιλιού ποιό... και το ατομικό βάρος του παιδιού που κοιτάς απέναντι ποιό... θα ξαναγυρίζω στην ώχρα σου όπως στον άσπρο τοίχο που ένας πολύ πλήρης για να είναι εραστής αλλά εφεκτικός στην ομορφιά των λόγων θα γράψει νύκτωρ πως είσαι καλή... πως έχεις κάτι από όσες εδέησε να γνωρίσω των γυναικών ανάσες... που τακτοποιούν τον κόσμο των παιδιών ώστε όλα σε κάποιο επίπεδο να γίνονται εφικτά... Γιατί ο άντρας στη γυναίκα απέναντι βρίσκεται πάντοτε σε αναμονή μαιευτηρίου δαγκάνωντας το νύχι και την ανημπόρια του να βγάλει από τα σπλάχνα του ζωή... μόνο γεννώντας λόγια και πηγαίνοντας...