Τον κοιτούσα. Μέσα απ' του γιαλιού το οινόπνευμα. Κι όλο στρογγύλευε σε πάμπολλες ελαφρότητες. Λιγοστό το άγγιγμα, μονάχα μέχρι τα ρουθούνια, πριν μου γεμίσει τα πνευμόνια. Κι άλλο οξυγόνο ν' ανασάνω δεν είχα. Μόνο ελαφρότητες, προτού να γίνω μια τεράστια φυσαλίδα. Πάνω απ' τα μάτια μου πετούσα. Που τον κοιτούσαν. Μ' ένα σπάγκο δεμένο στο μικρό δακτυλάκι που δεν το ένοιωθα καν. Και ξαφνικά μ' έναν αέρα θαρρώ πως έσπασα. Πάνω απ' τα μάτια μου. Πια δεν τον κοιτούσαν.