Λες και βαδίζω μ' ένα κρυμένο παραμύθι σε τσέπη τρύπια. Με την ψευδαίσθηση της πληρότητας κι ένα χαμόγελο που ανατριχιάζει την ψυχή που πατά στη γη. "Σάρκα έχει και πονάει", μου 'λεγες... Λες κι επιστρέφω από οκτάωρο κλεισούρας εργοστασίου μ' ένα τραγούδι πρωινό ακόμη στα χείλη χαραγμένο, να μη λέει από την κούραση να πετάξει. Και να μη θυμάμαι αν πέταξε ποτέ ούτε κι αν έβρεξε. Ίσως γιατί δεν είδα. Ούτε και άκουσα… Μόνο τις λάσπες ένοιωσα στα πόδια μου, μείγμα δακρίου κι ανάσας ζεστής προσώπου αγαπημένου, μόνο τις λάσπες ένοιωθα κι αργούσα να σηκώσω τα πόδια μου απ' το χώμα που πονούσα. Σε γάλα γαλανό εξατμιζόμουν ώρες ατέλειωτες έτσι σχεδόν βαδίζοντας, έχοντας το πρόσωπο της μάνας μια ομίχλη με το μάγουλο σκυμμένο πάνω στις λέξεις που εξείχαν από τις στεγνωμένες γάμπες μου. Ύστερα πόνος, λες κι ήμουν εγώ η γη, εγώ και το χώμα, καθώς τα χέρια της το πρώτο μου δέρμα ξεκολλούσαν, ύστερα πόνος μα το αύριο θα αργήσει να ξημερώσει και ποιος θα τον θυμάται... Για να 'μαι τώρα ένα δοξάρι κόκαλο μέσα σε χέρια γυμνά που γυρεύουν χορδές στις ομορφιές μιας μνήμης. Με τα λόγια χορούς στο κελάηδισμα του αηδονιού σ' ένα χρόνο ακίνητο εδώ και χρόνια. Στο όνομα ποιου Πατρός θυσιάσαμε τις νότες μας και κολλάμε απόψε νοσταλγία... Μπορώ να δω μέχρι και το λευκό πουκάμισο κατάσαρκα της νύχτας σου που έξω έρχεται. Ίσως γιατί εδώ που βρίσκομαι είναι η νύχτα πάντα μεγάλη. Με την αυγή να μπαίνει ακροπατώντας και στα κλεφτά να φεύγει αφού ένα παραμύθι σταλάζει αργά... τόσο αργά το χρόνο από την τσέπη